- κατάβρεγμα
- τό1) поливка, поливание; 2) промачивание
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κατάβρεγμα — το η πράξη και το αποτέλεσμα του καταβρέχω, μούσκεμα: Ο κανταδόρος αυτός θέλει ένα γερό κατάβρεγμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατάβρεγμα — το το να καταβρέχει κάποιος, το να μουσκεύει κάτι ολοκληρωτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταβρέχω. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Αθανάσιο Σακελλάριο] … Dictionary of Greek
αιόνημα — αἰόνημα, το (Α) [αἰονῶ] κατάβρεγμα, μούσκεμα … Dictionary of Greek
αιόνησις — αἰόνησις ( εως), η (Α) [αἰονῶ] καταιονισμός, κατάβρεγμα, μούσκεμα … Dictionary of Greek
βρέξιμο — το [βρέχω] 1. η βροχή 2. το κατάβρεγμα ή ράντισμα κάποιου (πράγματος) με νερό ή άλλο υγρό … Dictionary of Greek
δίεση — η (Α δίεσις) [διίημι] μουσ. ημιτόνιο νεοελλ. μουσ. σημάδι το οποίο σημειώνεται πάνω από έναν φθόγγο και δηλώνει ότι πρέπει να ανυψωθεί κατά ένα ημιτόνιο αρχ. 1. διαβίβαση, δίοδος 2. απόλυση 3. απελευθέρωση, εκφόρτωση 4. διαζύγιο 5. ύγρανση,… … Dictionary of Greek
διαπότιση — η πλήρης εμποτισμός, μούσκευμα, κατάβρεγμα … Dictionary of Greek
επικαταιόνησις — ἐπικαταιόνησις, ἡ (Α) νέα καταιόνησις*, επίσχυση νερού, κατάβρεγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καταιόνησις «κατάβρεξη»] … Dictionary of Greek
κατάβρεξη — η (Α κατάβρεξις) [καταβρέχω] το κατάβρεγμα … Dictionary of Greek
κατάψυχος — ὁ και κατάψυχο, το (Α κατάψυχος, ον, Μ κατάψυχον) βραδινή ή πρωινή δροσιά, δροσερός καιρός νεοελλ. η ευχάριστη δροσιά σε εποχή θέρους, που προέρχεται από σκιά και κατάβρεγμα τού εδάφους ή επικρατεί σε υπόγειους τόπους μσν. σκιερός και δροσερός… … Dictionary of Greek
καταβρεχτήρι — το φορητό δοχείο κατάλληλο για κατάβρεγμα ή για πότισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταβρέχω + κατάλ. τήρι (πρβλ. κλαδευ τήρι, ξεσκονισ τήρι). Η λ. στον λόγιο πληθ. τ. καταβρεκτήρια μαρτυρείται από το 1884 στον Αν. Σούλη] … Dictionary of Greek